Ιταλός ελαφρός πολεμιστής, σε πίνακα του Peter Connolly. Ηταν ο βασικός τύπος «ψιλού» πολεμιστή στον οποίο ανήκε το μεγαλύτερο μέρος των ελαφρά οπλισμένων Ιταλών μαχίμων που επιτέθηκαν στην Κύμη. Ειδικά για τους λαούς οι οποίοι ζούσαν στην κεντρική οροσειρά των Απενίνων της ιταλικής χερσονήσου ήταν το βασικό είδος μαχίμου. Επρόκειτο για σκληραγωγημένους και επίμονους πολεμιστές οι οποίοι προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα στην Ρώμη τους επόμενους αιώνες. Ο μάχιμος της εικόνας φέρει κράνος ιθαγενούς ιταλικού τύπου με ελληνικό λοφίο. Φέρει προστατευτικό έλασμα για τον λαιμό του και «καρδιοφύλακα» (pactorale) – έναν κυκλικό δίσκο για την προστασία του στήθους. Όμοιο δίσκο έχει αναρτημένο και στην πλάτη του. Κρατάει δύο ακόντια – ένα βαρύτερο και ένα ελαφρύτερο. Το ξίφος του είναι ελληνικού τύπου (copyright: Peter Connolly).
Το 745 π.Χ. οι Ευβοείς άποικοι που είχαν αποικήσει από χρόνια το μικρό νησί των Πιθηκουσών στα ανοικτά του κόλπου της Νεάπολης στην Ιταλία, ίδρυσαν στην απέναντι ακτή την Κύμη, την πρώτη «επίσημη» ελληνική αποικία στη μεγάλη χερσόνησο. Οι Πιθηκούσες ήταν η πρώτη, αλλά «ανεπίσημη» αποικία στην Ιταλία. Η Κύμη έλαβε το όνομα της από την ευβοϊκή Κύμη, μάλλον ως «ουδέτερη» συμβιβαστική λύση ανάμεσα στους Χαλκιδείς και τους Ερετριείς αποίκους, τους πλέον πολυάριθμους. Σύντομα η Κύμη, ενισχυμένη με νέους αποίκους από τη Χαλκίδα, την Ερέτρια, την ευβοϊκή Κύμη, την Τανάγρα, την Κήρινθο και την Ωρωπία, επεκτάθηκε στην εύφορη γη των Φλεγραίων Πεδίων στα βόρεια της. Αργότερα κατέφθασαν στην Κύμη νέοι Έλληνες άποικοι από τη Μεγάλη Ελλάδα, τη Σάμο κ.α. ιδρύοντας θυγατρικές αποικίες της και αυξάνοντας έτσι τη δύναμη και την έκταση της χώρας της. Ανάμεσα στις νέες αποικίες θα ξεχωρίσει η Νεάπολη (σημερινή Νάπολι). Σε άλλες περιπτώσεις, οι Έλληνες εγκαθίσταντο σε υπάρχοντα χωριά των ιθαγενών Αυσώνων μετεξελίσσοντας τα σε ελληνικές αποικίες όπως συνέβη στην Πομπηία, το Ηράκλειο (Herculaneum) κλπ. Έτσι τα όρια της κυμαϊκής χώρας πλησίαζαν ταχέως προς τον ποταμό Ουόλτουρνο αλλά σύντομα περιορίσθηκαν από έναν πανίσχυρο εχθρό, τους Ετρούσκους ή Τυρρηνούς όπως τους ονόμαζαν οι Έλληνες, τον λαό της Ετρουρίας (σημερινή Τοσκάνη).
Οπλίτης της Υστερης Αρχαϊκής περιόδου (6ος-αρχες 5ου αι. π.Χ.) με φολιδοθώρακα. Διακρίνεται το εσωτερικό της οπλιτικής ασπίδας. Η εικόνα θα μπορούσε να αντιστοιχεί τοσο σε Κυμαίο, όσο και σε Ετρούσκο οπλίτη (ευγενική χορηγία του Συλλόγου Ιστορικών μελετών ‘Κορύβαντες‘ – η οπλοσκευή είναι έργο του δημιουργού Δημήτρη Κατσίκη).
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε Έλληνες και Ετρούσκους ήταν αρκετά παλαιότερος. Ο μυθογράφος Παλαίφατος (Περί Απίστων) διαβεβαιώνει ότι το θαλασσινό τέρας Σκύλλα που αντιμετώπισε ο Οδυσσέας στις περιπλανήσεις του, αντιπροσώπευε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν τα ελληνικά πλοία στο Στενό της Μεσσήνης, από τους Ετρούσκους πειρατές.
Οι Τυρρηνοί κυρίευσαν όλο το Λάτιο που το κυβερνούσαν από την αποικία τους, Ρώμη (Aruma στην ετρουσκική), και εξαπλώθηκαν έως την Καμπανία στα νότια, όπου συγκρούσθηκαν με τους Κυμαίους. Το 600 π.Χ. περίπου, οι Ετρούσκοι ίδρυσαν την Καπύη (ετρουσκ. Campeva) η οποία κατέστη σύντομα μεγαλούπολη. Έπειτα με μια σειρά αποικιών (Νώλα, Μαρκίνα, Αχέρραι κ.α.) και με την κατάληψη ελληνικών αποικιών (Ηράκλειο, Πομπηία, Οπλοντίς) απομόνωσαν τη χώρα της Κύμης στη νοτιοδυτική γωνία της Καμπανίας. Στο θαλασσινό μέτωπο εναντίον των Ετρούσκων, οι Ρόδιοι αποίκισαν το 580 π.Χ. τις Λιπάρες νήσους στα βόρεια της Σικελίας από όπου επιτίθονταν συνεχώς στα ετρουσκικά πλοία. Ένα άλλο ελληνο-ετρουσκικό μέτωπο άνοιξε μέσα στον 6ο αι. π.Χ. στα σημερινά παραθαλάσσια σύνορα Γαλλίας-Μονακό-Ιταλίας. Έλληνες από τη μικρασιατική Φώκαια είχαν ιδρύσει τη Μασσαλία που με τη σειρά της ίδρυσε διάφορες αποικίες, των οποίων οι δυτικότερες ήταν οι Άμπελος και Λιμήν Μονοίκου Ηρακλέους (σημερινό Μονακό). Ως απάντηση, οι Ετρούσκοι της ναυτικής πόλης Καίρης ίδρυσαν τη Γένουα για να αποτρέψουν τον μασσαλιωτικό αποικισμό στον σημερινό κόλπο της Γένουας. Οι θαλάσσιες συρράξεις ανάμεσα σε Ετρούσκους και Μασσαλιώτες διήρκεσαν τρεις αιώνες (6ος-3ος αι. π.Χ.).
Νόμισμα της Νεάπολης, αποικίας της Κύμης, με έμβλημα ανθρωπόμορφου ταύρου, αγαπητό σε Έλληνες, Ετρούσκους και εντόπιους της Καμπανίας. Ο ανθρωπόμορφος ταύρος ήταν δημοφιλής και στην Κύμη και συνεπώς χρησιμοποιείτο ως έμβλημα στις επιφάνειες των ασπίδων αρκετών οπλιτών της.
Στα μέσα του 6ου αι., η κατάκτηση της Κορσικής από τους Ετρούσκους μετά τη νίκη τους μαζί με τους Καρχηδόνιους, κατά τη ναυμαχία της Αλαλίας επί των Φωκαέων, έσφιξε ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από την Κύμη που είχε απομείνει ένα προχωρημένο οχυρό του Ελληνισμού σε έναν αλλοεθνή περίγυρο.
Ενθαρρυμένοι από την κατάκτηση της Κορσικής, οι Ετρούσκοι κινήθηκαν εναντίον της. Το 524 π.Χ., μια στρατιά από Ετρούσκους, Ούμβρους, Δαυνίους «και πολλούς άλλους βαρβάρους» όπως σημειώνει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, εμφανίσθηκε αιφνίδια στην καμπανική πεδιάδα. Ο Διονύσιος αναφέρει ότι αριθμούσε 500.000 πεζούς και 18.000 ιππείς, αριθμοί που απορρίπτονται γενικά. Προφανώς οι εχθροί δεκαπλασιάστηκαν από την αρχαία παράδοση, όπως συνήθως, προκειμένου να τονισθεί ο κίνδυνος. Ενδεχομένως αριθμούσαν 50.000 πεζούς, κυρίως ελαφρά οπλισμένους, και 1.800 ιππείς. Εξάλλου ο Διονύσιος και άλλοι συγγραφείς ήθελαν να μιμηθούν τον Ηρόδοτο και να ανακαλύψουν κάποια «παράλληλα» ανάμεσα στους Περσικούς πόλεμους στην Ελλάδα και στους Ελληνοετρουσκικούς πόλεμους στην Ιταλία. Όμως αυτή η τάση δεν μειώνει τον σοβαρότατο κίνδυνο που διέτρεξε η Κύμη και που θα αντιμετώπιζαν και άλλες ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλίας), όπως έχει εκτιμηθεί.
Χάρτης της Καμπανίας στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τα μαύρα ορθογώνια συμβολίζουν τις ελληνικές αποικίες ενώ τα «Χ» μέσα σε κύκλο αντιστοιχούν στις ετρουσκικές. Η διάστικτη γραμμή δείχνει τα όρια της πολιτικής χώρας της Κύμης (Cumae). Στον χάρτη διακρίνονται καθαρά οι γεωστρατηγικοί στόχοι της ετρουσκικής επέκτασης: να παραμείνουν οι ελληνικές Κύμη και Ποσειδωνία (Paestum) χωρίς εδαφική επαφή μεταξύ τους, και να απομονωθεί όσο γινόταν η Κύμη και οι αποικίες της στο νοτιοδυτικό άκρο της Καμπανίας.
Λαμβάνοντας υπόψη τις επικράτειες και τους υποτελείς των επιτιθεμένων, τις εφεδρείες που άφησαν στις εστίες τους λόγω του διαρκούς κινδύνου που διέτρεχαν από τους Πικηνούς, Πευκέτιους, Λίγυρες και Κέλτες εχθρούς τους, τη χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα των ιταλικών χωρών λόγω της πρώιμης εποχής, και άλλους παράγοντες, η ετρουσκο-ιταλική κινητοποίηση εναντίον της Κύμης ήταν εντυπωσιακή. Οι άνδρες που κινητοποιήθηκαν εναντίον της Κύμης, ήταν μεγάλο μέρος του διαθέσιμου για εκστρατεία στρατιωτικού δυναμικού της Ιταλίας από τις Άλπεις (βόρειες ετρουσκικές αποικίες) έως τη Μεγάλη Ελλάδα, με την εξαίρεση του μικρού Πικηνού ή Πικεντινής χώρας, εχθρικής στους Ετρούσκους.
Από τα έθνη των επιτιθέμενων αναφέρονται ρητά οι Ετρούσκοι, Ούμβροι και Δαύνιοι. Οι προαναφερόμενοι «πολλοί άλλοι βάρβαροι» ήταν οι υποτελείς και σύμμαχοι εκείνων: Λατίνοι και Σαβίνοι υποτελείς, Ενετοί, Λίγυρες και Πρωτο-Ινσούβρες (Κέλτες) οι οποίοι αναζητούσαν πλούσια λάφυρα, και αρκετοί Οσκοι μισθοφόροι και τυχοδιώκτες. Ηγέτες της εκστρατείας ήταν οι Ετρούσκοι της Παδανίας (κοιλάδα του Πάδου) και της ενδοχώρας της Ετρουρίας. Εχει εκτιμηθεί ότι οι Ετρούσκοι της παράκτιας Ετρουρίας δεν αναμείχθηκαν λόγω των εμπορικών σχέσεων τους με την Κύμη, αλλά πρόκειται για υπόθεση. Οι άλλοι Ιταλιώτες (οι Ελληνες της Ιταλίας) βρέθηκαν ανέτοιμοι έναντι της εκτεταμένης κινητοποίησης των εισβολέων. Θεωρείται ότι δεν πρόλαβαν να συνδράμουν την Κύμη ή μερικοί δεν το έπραξαν από φθόνο για την εύπορη Κύμη. Αποψη του γράφοντος είναι ότι αυτή η εκτίμηση δεν ισχύει εξολοκλήρου. Όπως συνάγεται από τις πηγές, οι Κυμαίοι αντιμετώπισαν την εισβολή με 12.000-13.500 πεζούς και 1.800 ιππείς, δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούσε να διαθέτει η σχετικά μικρή Κύμη, παρότι θεωρείται ότι αυτές περιλάμβαναν αρκετούς Ιταλιώτες και Ιταλούς μισθοφόρους. Η μόνη εξήγηση είναι ότι περιλάμβαναν και στρατιωτικά τμήματα που είχαν στείλει στην Κύμη άλλες ελληνικές πόλεις.
Οι ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας και της Σικελίας. Οπως φαίνεται στον χάρτη, η Κύμη είναι η βορειότερη και πλέον εκτεθειμένη (Εκδοτική Αθηνών).
Οι Κυμαίοι διαίρεσαν τον στρατό τους σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία αριθμούσε 4.000 ή 4.500 πεζούς και 600 ιππείς. Μόνο ένα από αυτά τα τμήματα αντιμετώπισε τους εισβολείς σε ένα στενό πέρασμα. Ο Διονύσιος δεν αναφέρει που βρίσκονταν οι υπόλοιποι μάχιμοι της Κύμης (9-10.000 άνδρες). Προφανώς θα είχαν κατανεμηθεί στη φρούρηση άλλων διαβάσεων (από όπου οι εισβολείς μπορούσαν να διεισδύσουν στην κυμαϊκή χώρα), στην υπεράσπιση του άστεως, των πολισμάτων και φρουρίων της χώρας, και στην επάνδρωση του κυμαϊκού ναυτικού το οποίο προστάτευε τις ακτές από ενδεχόμενη ετρουσκική επίθεση.
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν τους Ετρουσκο-Ιταλούς σε μία στενή διάβαση η οποία βρισκόταν ανάμεσα σε βουνά και έλη. Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν εντοπίζουν γεωγραφικά το συγκεκριμένο στενό. Άποψη μας είναι πως πρόκειται είτε για εκείνο που σχηματιζόταν στην αρχαιότητα ανάμεσα στο όρος Μασσικο και τα έλη των εκβολών του Ουολτούρνου (πιθανότερο), ή ίσως το πέρασμα μεταξύ του ποταμού Σηβαίθου και του ηφαιστείου του Βεζουβίου. Λόγω του στενού χώρου, οι εισβολείς δεν κατάφεραν να εκμεταλλευθούν τη συντριπτική αριθμητική τους υπεροχή και αναγκάσθηκαν να πολεμήσουν με ίδιο μήκος παράταξης τους Κυμαίους οπλίτες, όπως συνέβη με τους Πέρσες εναντίον των Σπαρτιατών 44 χρόνια αργότερα στο στενό των Θερμοπυλών. Ευτυχώς σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξε κάποια Ανοπαία Ατραπός και το ετρουσκο-ιταλικό πεζικό κάμφθηκε. Παρότι η μεγάλη πλειοψηφία του ήταν ελαφρά οπλισμένοι (όπως και οι Ασιάτες που αντιμετώπισαν οι μητροπολιτικοί Ελληνες), οι οπλίτες του πρέπει να ήταν περισσότεροι από τους Ελληνες, λόγω της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής του. Οι Ετρούσκοι, Λατίνοι, Ουμβροι και Δαύνιοι διέθεταν οπλίτες (κυρίως οι πρώτοι). Το ετρουσκικό ιππικό προσπάθησε να αποτρέψει την επερχόμενη ήττα επιχειρώντας να περικυκλώσει τους Ελληνες, αλλά απέτυχε λόγω της στενότητας του χώρου. Λόγω αυτού του γεγονότος και του μεγάλου πλήθους τους, πολλοί Ετρούσκοι και Ιταλοί δεν κατάφεραν να διαφύγουν εγκαίρως από το πεδίο της σύγκρουσης, με συνέπεια να σφαγιασθούν από τους Κυμαίους ή να ποδοπατηθούν. Δεν αναφέρονται οι απώλειες αλλά ο αριθμός των εξοντωθέντων εισβολέων διαφαίνεται από το ότι δεν προσέβαλαν ποτέ πάλι την Κύμη από την ξηρά.