Σελίδες

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΓΕΛΑΣ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ: ΜΙΑ ‘ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ’ ΤΟΥ ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ -1o ΜΕΡΟΣ, άρθρο του Περικλή Δεληγιάννη


Αναδημοσίευση απο το Ιστολόγιο του Ερευνητη και φίλου του Συλλόγου μας , κου Περικλη Δεληγιάννη


Σύνθετο  κορινθιακό  κράνος,  (κατασκευασμένο  κυρίως  από  σκληροποιημένο  δέρμα  αλλά  και  ορείχαλκο  και  άλλα  υλικά),  ορειχάλκινος  θώρακας  με  μήτρα  και  ξίφος.  Τέτοιου  είδους  ελληνικός  αρχαϊκός  οπλισμός – εκτός από τη μήτρα την οποία δεν έφεραν οι ιππείς -  φερόταν  και  από  το  περίφημο  ιππικό  της  Γέλας  μεταξύ  άλλων  ελληνικών  στρατών  (ευγενική    χορηγία    του    Συλλόγου    Ιστορικών    Μελετών    ‘Κορύβαντες  –  ο  οπλισμός  κατασκευάσθηκε  από  τον  δημιουργό  Δημήτρη  Κατσίκη  )
            Η  Γέλα  ιδρύθηκε  το  688  π.Χ.  στη  νότια  ακτή  της  Σικελίας,  κοντά  στον  ποταμό  Γέλα,  από  Κρήτες,  Ροδίους  και  άλλους  Δωδεκανησίους  Δωριείς  με  οικιστές  τον  Έντιμο  και  τον  Αντίφημο  οι  οποίοι  αντιπροσώπευαν  τις  δύο  κύριες  μητροπόλεις.  Η  αποικία  ονομάσθηκε  αρχικά  «Λίνδιοι»,  από    το  «εθνικό»  της  Λίνδου,  της  σημαντικότερης  πόλης-κράτους  της  Ρόδου.  Η  Λίνδος  είχε  σημαντικά  ανώτερη  ναυτιλία  από  οποιαδήποτε  άλλη  πόλη  της  Ρόδου,  της  Κρήτης  και  της  Δωδεκανήσου,  και  προφανώς  υποστήριξε  ναυτιλιακά  την  αποικιστική  αποστολή.  Εντούτοις,  επειδή  οι  περισσότεροι  άποικοι  δεν  είχαν  λινδιακή  καταγωγή,  επικράτησε  η  ονομασία  «Γέλα»  από  το  σικανικό  όνομα  του  γειτονικού  ποταμού  (Γέλας). 
            Οι  Γελώοι  διακατέχονταν  εξ  αρχής  από  πολεμικό  πνεύμα,  αποζητώντας  την  επέκταση  στη  σικελική  ενδοχώρα,  σε  βάρος  των  εντόπιων  Σικανών  και  Σικούλων  (Σικελών,  Siculi)  και  σε  βάρος  άλλων  Ελλήνων  αποίκων.  Η  πρώτη  φάση  της  εντυπωσιακής  κατακτητικής  πορείας  της  Γέλας,  ανήκει  στους  πολέμους  εναντίον  των  γειτονικών  Σικανών.  Το  Κάκυρο,  η  Ομφάκη  (σημερινό  Monte  Desusino),  το  Αρίαιτο  (ή  Αριαίτης),  το  Ίνυκο,  και  άλλες  σικανικές  πολίχνες,  υπέκυψαν  στον  στρατό  της  Γέλας,  παρά  την  αντίσταση  τους.  Η  σθεναρή  αντίσταση  τους  καταδεικνύεται  από  το  γεγονός  ότι  πέρασαν  σχεδόν  δύο  αιώνες  έως  την  υποταγή  των  τελευταίων  ελεύθερων  Σικανών  από  τους  Γελώους.  Οι  Ελληνες  είχαν  καθοριστικό  στρατιωτικό  προβάδισμα  χάρη  στην  οπλιτικού  τύπου  οπλοσκευή  τους. 
Η  δεύτερη  φάση  των  πολέμων  της  Γέλας  αφορούσε  την  υποταγή  των  σικανικών  ηγεμονιών  των  γειτονικών  λόφων.  Οι  ανώνυμοι  σικανικοί  οικισμοί  στο  σημερινό  Capordaso,  στη  Sabucina  και  αλλού,  υποτάχθηκαν  στη  Γέλα  και  εξελληνίσθηκαν  χάρη  στους  Γελώους  στρατιωτικούς  αποίκους  που  δέχθηκαν.  Σε  άλλες  περιπτώσεις,  η  Γέλα  ίδρυε  απευθείας  ελληνικές  στρατιωτικές  αποικίες  στα  σικανικά  εδάφη.  Σε  ορισμένους  σικανικούς  οικισμούς  της  εποχής,  ανασκάφηκαν  τμήματα  θωράκισης  κρητικής  τεχνοτροπίας.  Προφανώς  ανήκαν  σε  Γελώους  κρητικής  καταγωγής  που  επάνδρωναν  φρουρές  επιτήρησης  των  εγχώριων.  Οι  Γελώοι  διαίρεσαν  σε  κλήρους  τα  κατακτημένα  εδάφη  και  μετέτρεψαν  τους  ηττημένους  Σικανούς  σε  δουλοπαροίκους  ειλωτικής  κατάστασης  αλλά  κατά  την  εποχή  του  Ιπποκράτη  και  του  Γέλωνα  (βλ.  στη  συνέχεια),  εκείνοι  χειραφετήθηκαν  και  εξελληνίσθηκαν  πλήρως.     
            Κατά  την  τρίτη  φάση  των  πολέμων  τους,  οι  Γελώοι  αντιμετώπισαν  τους  άλλους  Σικελιώτες  (Ελληνες  της  Σικελίας,  σε  αντιπαραβολή  με  τους  ιθαγενείς  Σικελούς).  Η  ίδρυση  του  απειλητικού  Σελινούντα  από  τους  Υβλαίους  Μεγαρείς  (περίπου  650-628  π.Χ.),  κοντά  στον  ζωτικό  χώρο  της  Γέλας,  την  οδήγησε  σε  μία  ιστορική  αποικιστική  ενέργεια:  την  ίδρυση  του  Ακράγαντα  (583  π.Χ.,  σε  συνεργασία  με  νέους  αποίκους  από  τη  Ρόδο,  την  Κρήτη  και  τα  Δωδεκάνησα),  ο  οποίος  έμελε  να  εξελιχθεί  σε  μεγάλη  δύναμη.  Η  πόλη  ανεξαρτητοποιήθηκε  νωρίς  από  τη  Γέλα  (570  π.Χ.)  υπό  την  ηγεσία  του  τυράννου  Φαλάριδος,  και  άρχισε  αμέσως  σκληρούς  πολέμους  εναντίον  των  Σικανών  της  ενδοχώρας  –  βιαιότερους  από  τους  ελληνοσικανικούς  πολέμους  της  Γέλας  –  και  των  Σελινουντίων.  Η  ανώνυμη  πόλη  στη  σύγχρονη  Caltanisseta,  η  Κάμικος  και  άλλες  σικανικές  πόλεις  υπέκυψαν  στους  Ακραγαντίνους,  οι  οποίοι  επιδίωκαν  να  προσεγγίσουν  τη  βόρεια  σικελική  ακτή. 
Έως  το  505  π.Χ.  η  Γέλα  είχε  ολοκληρώσει  την  κατάκτηση  και  τον  εξελληνισμό  της  πεδιάδας  της.  Ο  Ακράγας  είχε  επιτύχει  το  ίδιο  στην  δική  του  ενδοχώρα.  Ετσι  οι  «δίδυμες»  κρητοροδιακές  πόλεις  υπέταξαν  τη  νότια  και  την  κεντρική  Σικελία,  αλλά  δεν  θα  σταματούσαν  εκεί.  Ο  Γελώος  στρατός  ήταν  ήδη  ο  ισχυρότερος  της  Σικελίας. 
            Κατά  τον  ύστερο  6ο  αι.,  οι  Γελώοι  διέβησαν  τα  Ηραία  Ορη  και  συγκρούσθηκαν  με  τους  Χαλκιδείς  αποίκους  της  βορειοανατολικής  Σικελίας  (Κατάνη,  Λεοντίνοι,  Εύβοια  (πόλη),  Μοργαντίνα,  κ.α.).  Λίγο  μετά  το  505,  τύραννος  της  Γέλας  κατέστη  κάποιος  Ιπποκράτης  ο  οποίος  αποδείχθηκε  κορυφαία  προσωπικότητα  και  θεμελιωτής  της  μεταγενέστερης  «Γελώας  αυτοκρατορίας».  Την  ίδια  εποχή  στον  Ακράγαντα,  κάποιος  Θήρων  κατέλαβε  την  εξουσία  ως  τύραννος.  Αρχικά  ο  Ιπποκράτης  επιτέθηκε  και  υπέταξε  τους  τελευταίους  ελεύθερους  ορεινούς  Σικανούς  κοντά  στη  Γέλα,  προελαύνοντας  στην  κοιλάδα  του  ποταμού  Μαρόγλιο.  Οι  ανεσκαμμένες  σικανικές  πόλεις  των  σύγχρονων  τοποθεσιών  Monte  Bubbonia  και  San  Mauro  καταστράφηκαν  κατά  το  μεταίχμιο  των  6ου-5ου  αιώνων  π.Χ.  από  πυρκαγιά,  στοιχείο  που  καταδεικνύει  την  αγριότητα  της  κυρίευσης.  Σύντομα  ο  στρατός  της  Γέλας  με  αιχμή  του  δόρατος  το  ιππικό  υπό  τον  ίππαρχο  Γέλωνα,  κατευθύνθηκε  προς  τα  βορειοανατολικά  υποτάσσοντας  τις  χαλκιδικές  πόλεις  Καλλίπολη,  Κατάνη  και  Νάξο  (αρχές  5ου  αιώνα).  Σε  λίγο  υπέκυψαν  στον  Ιπποκράτη  και  οι  περισσότεροι  γηγενείς  Σικελοί  της  ενδοχώρας  και  της  Καλής  Ακτής,  όπως  και  η  χαλκιδική  Ζάγκλη.  Ετσι  η  Γέλα  εξασφάλισε  εδαφική  διέξοδο  στη  βόρεια  σικελική  ακτή.  Στη  συνέχεια,  η  πτώση  των  ισχυρών  Λεοντίνων  σηματοδότησε  την  υποταγή  όλων  των  Χαλκιδέων  στη  Γέλα  του  Ιπποκράτη. 
 
Ο  ανθρωπόμορφος  ταύρος  σε  νόμισμα  της  Γέλας  (480-470  πΧ),  προφανώς  δημοφιλές  έμβλημα  στις  ασπίδες  των  Γελώων.
            Ο  Γελώος  τύραννος  εποφθαλμιούσε  τις  πλούσιες  Συρακούσες.  Το  492/1  π.Χ.  νίκησε  τον  στρατό  τους  στον  ποταμό  Ελωρο  αλλά  αναγκάσθηκε  να  υποχωρήσει  λόγω  των  απειλών  που  δέχθηκε  από  την  Κόρινθο  και  την  Κέρκυρα  (οι  οποίες  αναφέρονται  ως  «διαμεσολάβηση»  στις  πηγές).  Οι  δύο  τελευταίες  συνδέονταν  με  «δεσμούς  αίματος»  με  τις  Συρακούσες.  Η  Κόρινθος  ήταν  μητρόπολη,  ενώ  η  Κέρκυρα  ήταν  επίσης  κορινθιακή  αποικία,  «συγγενής»  των  Συρακουσών.  Ο  Ιπποκράτης  ανησύχησε  λόγω  του  ισχυρού  ναυτικού  των  δύο  πόλεων  το  οποίο  μπορούσε  να  πλήξει  με  αμφίβιες  καταδρομές  (απόβαση  πεζοναυτών)  οποιοδήποτε  παράκτιο  σημείο  της  επικράτειας  του.  Ετσι  υποχώρησε,  περιοριζόμενος  μόνο  στην  προσάρτηση  της  μεγαλύτερης  συρακούσιας  αποικίας,  Καμάρινας.  Σε  λίγο  ο  Ιπποκράτης  κατέκτησε  τις  δύο  τελευταίες  ανεξάρτητες  πόλεις  των  Σικούλων/Σικελών,  Ύβλα  Γελεάτιδα  και  Εργέτιο,  στην  περιοχή  της  Αίτνας,  αλλά  σύντομα  πέθανε  (490).  Τύραννος  της  Γέλας  κατέστη  ο  ίππαρχος  Γέλων.
            Οι  Ακραγαντίνοι  αδελφοί  των  Γελώων,  τους  συναγωνίζονταν  σε  κατακτήσεις.  Υπό  τον  τύραννο  Θήρωνα,  απέσπασαν  την  Ηράκλεια  Μινώα  από  τους  Σελινούντιους  και  υπέταξαν  επιπρόσθετες  πόλεις  των  Σικανών  και  Ελύμων  (επίσης  γηγενών  της  Σικελίας).  Το  484  π.Χ.,  κατόρθωσαν  να  αποκτήσουν  διέξοδο  στη  βόρεια  ακτή,  καταλαμβάνοντας  την  ελληνική  Ιμέρα.  Ο  Γέλων  και  ο  Θήρων  έλαβαν  συζύγους  ο  ένας  από  την  οικογένεια  του  άλλου,  διασφαλίζοντας  τη  στενή  συμμαχία  Γέλας  και  Ακράγαντα.  Παρότι  τα  κράτη  των  Γέλωνος  και  Θήρωνος  δεν  ενώθηκαν  επίσημα,  συνέστησαν  μια  κοινή  πολιτειακή  μονάδα  έναντι  άλλων  δυνάμεων.
            Το  485,  ο  Γέλων  εκμεταλλεύθηκε  μία  εξέγερση  στις  Συρακούσες  εναντίον  των  αριστοκρατών  κυβερνητών  της  πόλης  και  την  κυρίευσε.  Ηταν  πλέον  αρκετά  ισχυρός,  τόσο  ώστε  να  αγνοήσει  τις  προειδοποιήσεις  της  Κορίνθου  και  της  Κερκύρας,  έξι  χρόνια  νωρίτερα.    Όμως,  σχεδόν  ταυτόχρονα  η  Ζάγκλη  απέσεισε  την  εξουσία  του.  Ο  Γέλων  εγκαταστάθηκε  μόνιμα  στις  Συρακούσες,  παραδίδοντας  τη  Γέλα  στον  αδελφό  του,  Ιέρωνα.  Ο  Γέλων  ήλεγχε  πλέον  όλη  την  ανατολική  Σικελία,  εκτός  της  Ζάγκλης.  Ο  δε  Θήρων  ήλεγχε  τη  δυτική,  εκτός  του  Σελινούντα  και  των  φοινικικών  και  μερικών  ελυμικών  πόλεων.  Ο  ποταμός  Νότιος  Ιμέρας  ήταν  το  σύνορο  ανάμεσα  στα  κράτη  των  δύο  στενών  συμμάχων  και  συγγενών.
 
Αυθεντικό  και  αποκατεστημένο  τμήμα  του  οχυρωματικού  τείχους  της  Γέλας  του  4ου  αιώνα  π.Χ.
                Με  τους  πολέμους  τους,  η  Γέλα  και  ο  Ακράγας  συγκρότησαν  εκτενή  και  συμπαγή  κράτη,  όπως  εκείνα  της  Θεσσαλικής  Τετραρχίας  και  της  Σπάρτης  στην  Ελλάδα.  Τα  εδάφη  του  Γέλωνος,  έκτασης  περίπου  11.500    τετρ.  Χλμ.  συγκέντρωναν  περί  το  45  %  της  έκτασης  της  Σικελίας.  Το  κράτος  του  Θήρωνος  του  Ακράγαντα,  έκτασης  6.500  τετρ.  Χλμ.,  ήλεγχε  περί  το  25  %  της  μεγαλονήσου.  Προς  σύγκριση,  κατά  τον  πρώιμο  5ο  αι.,  η  Θεσσαλική  Τετραρχία  ήλεγχε  περίπου  16.000    τετρ.  Χλμ.  με  περίπου  600.000  κατοίκους,  ενώ  το  κράτος  των  Λακεδαιμονίων  είχε  έκταση  8.400  τετρ.  Χλμ.  με  περίπου  330.000  κατοίκους.  Τα  κράτη  της  Γέλας  και  του  Ακράγαντα  είχαν  συνολική  έκταση  περίπου  18.000    τετρ.  Χλμ  (το  70  %  της  Σικελίας)  με  700-800.000  κατοίκους  (κατ’  εκτίμηση),  ενώ  τα  στρατεύματα  τους  έφθαναν  τις  100.000  άνδρες  μαζί  με  τους  μισθοφόρους,  τις  φρουρές  και  τις  εφεδρείες,  κρίνοντας  από  τις  δυνάμεις  που  παρέταξαν  στη  μεγάλη  μάχη  της  Ιμέρας  (480  π.Χ.).  Στην  Ιμέρα,  οι  ενωμένες  δυνάμεις  τους  συνέτριψαν  τους  Καρχηδόνιους  εισβολείς. 
Μέσα  σε  δυο  αιώνες  (688-484  π.Χ.),  το  πολεμοχαρές  πνεύμα  των  αρχικών  Δωριέων  αποίκων  της  Γέλας  (μόλις  μερικών  εκατοντάδων  ανθρώπων  όπως  εκτιμάται)  επέτυχε  τον  έλεγχο  του  μεγαλύτερου  μέρους  της  Σικελίας.   
Το  480  π.Χ.,  οι  μητροπολιτικοί  Έλληνες  αντιμετώπισαν  τη  νέα  περσική  εισβολή.  Πριν  τη  σύγκρουση  με  τους  Πέρσες,  ζήτησαν  τη  στρατιωτική  βοήθεια  του  Γέλωνος.  Ο  Γελώος  τύραννος  δέχθηκε  να  τους  ενισχύσει  μόνο  υπό  τον  όρο  ότι  θα  ηγείτο  όλων  των  ελληνικών  συμμαχικών  δυνάμεων.  Γνώριζε  καλά  ότι  η  Σπάρτη  και  η  Αθήνα  δεν  θα  δέχονταν  ποτέ  αυτόν  τον  όρο,  όπως  και  έγινε.  Επρόκειτο  για  έναν  πλάγιο  τρόπο  άρνησης  από  τον  Γέλωνα,  του  αιτήματος  των  Ελλαδιτών,  επειδή  οι  Σικελιώτες  Ελληνες  περίμεναν  από  στιγμή  σε  στιγμή  την  καρχηδονιακή  εισβολή,  η  οποία  πράγματι  εκδηλώθηκε  σε  μερικούς  μήνες.  Ταυτόχρονα,  οι  βόρειοι  Ιταλιώτες  απειλούντο  από  την  ετρουσκική  επέκταση.
Το άρθρο συνεχίζεται στο ΄Β Μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου